Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το ρολόι πηγαίνει πίσω

  • 1 отставать

    не отстава́йте! — μην καθυστερείτε

    часы́ отстаю́т — το ρολόι πηγαίνει πίσω

    Русско-греческий словарь > отставать

  • 2 отстаивать

    1. отстаивать см. отстать; не \отстаиватьвайте! μην καθυστερείτε!· часы \отстаиватьют το ρολόι πηγαίνει πίσω 2. отстаивать, отстоять υποστηρίζω· υπερασπίζω (защищать)
    * * *
    = отстоять
    υποστηρίζω; υπερασπίζω ( защищать)

    Русско-греческий словарь > отстаивать

  • 3 часы

    часы мн. το ρολόι; карманные \часы το ρολόι της τσέπης; \часы спешат (отстают) το ρολόι πηγαίνει μπροστά (πίσω)
    * * *
    мн.
    το ρολόι

    карма́нные часы́ — το ρολόι της τσέπης

    часы́ спеша́т (отстаю́т) — το ρολόι πηγαίνει μπροστά (πίσω)

    Русско-греческий словарь > часы

  • 4 часы

    часы
    мн. τό ρολό(γ)ι, τό ὠρολόγι[ον]:
    ручные \часы τό ρολόϊ τοῦ χεριοῦ· карманные \часы τό ρολόϊ τής τσέπης· стенные \часы τό ὠρολόγι τοῦ τοίχου· настольные \часы τό ἐπιτραπέζιο[ν] ὠρολόγι[ον]· \часы с боем τό ὠρολόγι[ον] μέ καμπάνα· песочные \часы ἡ κλεψύδρα, τό ἀμμωτό[ν], τό ἀμμόμε-τρο[ν]· солнечные \часы τό ἡλιακόν ὠρολό-γιον электрические \часы τό ἡλεκτρικά ὠρολόγι· заводить \часы κουρντίζω τό ὠρο-λόγι· \часы спешат τό ὠρολόγι πηγαίνει μπροστά· \часы отстают τό ὠρολόγι πηγαίνει πίσω· \часы идут точно τό ὠρολόγι πάει καλά· ◊ как \часыы (работать) μέ ἀκρίβεια δευτερολέπτου.

    Русско-новогреческий словарь > часы

См. также в других словарях:

  • βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»